σκοτείδι

σκοτείδι
το см. σκοτάδι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκοτείδι" в других словарях:

  • σκοτείδι — το, Ν βλ. σκοτίδι …   Dictionary of Greek

  • σκοτίδι — και σκοτείδι, το, Ν 1. σκότος, σκοτάδι («μαθαίνει τσι να πολεμού τη νύχτα στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. αφάνεια, μυστικότητα («να φανερώση το κουρφό απού ναι στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος, εος + υποκορ. κατάλ. (ε)ίδι(ον), πρβλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»